- τύραννος
- ὁ τύραννος ['владыка'] 1. тиранн (единовластный правитель); 2. тиран (деспот)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Τύραννος — an absolute ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύραννος — an absolute ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek
τύραννος — ο 1. ο απόλυτος άρχοντας που κατέλαβε με τη βία την εξουσία και τη διατηρεί με τη βία, που κυβερνά αυθαίρετα και καταπιέζει το λαό. 2. μτφ., καταπιεστής, βασανιστής, δεσποτικός, ενοχλητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυράννοις — τύραννος an absolute ruler masc dat pl τύραννος an absolute ruler neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννοισι — τύραννος an absolute ruler masc dat pl (epic ionic aeolic) τύραννος an absolute ruler neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννω — τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννων — τύραννος an absolute ruler masc gen pl τύραννος an absolute ruler neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тиранн — (Τύραννος) 1) софист, уроженец Ефеса, быть может учитель апостола Павла; 2) телохранитель Ирода … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Тиранн — (Τύραννος) 1) софист, уроженец Ефеса, быть может учитель апостола Павла; 2) телохранитель Ирода … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона